Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθλώ [aθló] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ασκώ συστηματικά τον αθλητισμό: ~ το σώμα μου. || προπονώ. 2. (παθ.) ασκούμαι συστηματικά σε ένα ή περισσότερα αθλήματα ή γενικά γυμνάζομαι: Γήπεδα και στάδια για να αθλείται η νεολαία μας.
[λόγ. < αρχ. ἀθλῶ]