Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθλοπαιδιά η [aθlopeδiá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : παιχνίδι ή άθλημα, συνήθ. ομαδικό, που συνδυάζει ως στόχο τη σωματική άσκηση, την άμιλλα και την ψυχαγωγία: Xώρος / γήπεδο αθλοπαιδιών. Tο σχολικό πρόγραμμα προβλέπει ώρες αθλοπαιδιών.
[λόγ. < αρχ. pθλ(ον) `αγώνισμα με βραβείο΄ -ο- + παιδιά]