Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθλητίατρος ο [aθlitíatros] Ο20α θηλ. αθλητίατρος [aθlitíatros] Ο36 : γιατρός ειδικευμένος στην αθλητιατρική.
[λόγ. αθλητ(ής) + -ίατρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]