Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθλητής ο [aθlitís] Ο7 θηλ. αθλήτρια [aθlítria] Ο27 : 1.αυτός που ασκείται συστηματικά με ένα ή περισσότερα αθλήματα και συνήθ. συμμετέχει σε αθλητικούς αγώνες: Προπόνηση του αθλητή. Οι Έλληνες αθλητές κέρδισαν αρκετά μετάλλια στους ολυμπιακούς αγώνες του 1996. || (ιατρ.): Πόδι αθλητή, για είδος μυκητίασης στο πόδι. 2. (λόγ., μτφ.): ~ του Xριστού / της χριστιανικής πίστεως, αυτός που πιστεύει έντονα και αγωνίζεται για τη χριστιανική πίστη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀθλητής· 2: ελνστ. σημ.· λόγ. < ελνστ. ἀθλήτρια]