Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αηδόνι το [aiδóni] Ο44 : 1.είδος μικρόσωμου ωδικού πτηνού: Ο Mπετόβεν πήρε το κελάηδισμα του αηδονιού ως μοτίβο για να συνθέσει την Ποιμενική συμφωνία του. ΦΡ (μου) στοίχισε / (μου) κόστισε ο κούκος ~, για κτ. που κόστισε πολύ περισσότερο από την πραγματική του αξία. 2. (μτφ.) για ιδιαίτερα καλλίφωνο άνθρωπο ή μελωδική φωνή.
αηδονάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. αηδόνι(ν) < ελνστ. ἀηδόνιον υποκορ. του αρχ. ἀηδών ἡ]
- αηδονίσιος -α -ο [(ai)δonísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο αηδόνι: Aηδονίσια φωνή.
[αηδόν(ι) -ίσιος]