Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροθάλαμος ο [aeroθálamos] Ο19 : 1.θάλαμος όπου αποθηκεύεται αέρας: Ο ~ της τορπίλης. Ο ~ ενός τροχού, η σαμπρέλα. 2. ο γεμάτος αέρα χώρος που βρίσκεται σε ένα από τα δύο άκρα του αυγού: Tο μέγεθος του αεροθαλάμου μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε αν ένα αυγό είναι φρέσκο ή όχι.
[λόγ. αερο- + θάλαμος μτφρδ. γαλλ. chambre à air]