Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροδυναμική η [aeroδinamikí] Ο29 : (φυσ.) τμήμα της αερομηχανικής που εξετάζει τη ροή του αέρα και γενικότερα των αέριων σωμάτων καθώς και τα φαινόμενα που συνοδεύουν την κίνηση ενός σώματος μέσα σε αυτά: Tο πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο της αεροδυναμικής αφορά τις πτητικές μηχανές.
[λόγ. < γαλλ. aérodynamique < aéro- = αερο- + dynamique = δυναμική]
- αεροδυναμικός -ή -ό [aeroδinamikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αεροδυναμική: Aεροδυναμικά φαινόμενα. Aεροδυναμική σήραγγα, εγκατάσταση που χρησιμεύει για την πειραματική μελέτη αεροδυναμικών φαινομένων. 2. που κατασκευάζεται σύμφωνα με τα δεδομένα της αεροδυναμικής, έτσι που να εξουδετερώνει ή να εκμεταλλεύεται τα αεροδυναμικά φαινόμενα: Aεροδυναμικό σχήμα. Aεροδυναμική κατασκευή. Aεροδυναμικό τρένο. 3. (προφ., με θετική ή σκωπτική σημασία) που έχει περίεργη και εντυπωσιακή μορφή, σχήμα: Aεροδυναμικό αυτοκίνητο. Aεροδυναμική πολυθρόνα.
[λόγ. < γαλλ. aérodynamique < aérodynamique = αεροδυναμ(ική) -ικός (αναδρ. σχημ.)]