Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυνατη
1 εγγραφή
αδύνατος -η -ο [aδínatos] Ε5 : 1α.που δεν έχει υλική δύναμη. ANT δυνατός: Aδύνατο αεράκι. || εξασθενισμένος: Aδύνατη φωνή. Aδύνατη όραση / ακοή. ~ οργανισμός. β. που δεν έχει αντοχή: Aδύνατο ξύλο. γ. που δεν έχει δύναμη ηθική: Aδύνατα επιχειρήματα, ισχνά, φτωχά, που εύκολα καταρρίπτονται. || ~ χαρακτήρας, που δεν προβάλλει ικανή αντίσταση, που εύκολα παρασύρεται, υποτάσσεται. 2. ισχνός, λεπτός: Aδύνατο, κοκαλιάρικο σώμα. 3. που δεν μπορεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί· ακατόρθωτος, ανέφικτος. ANT δυνατός: Tίποτα δεν είναι αδύνατο· όλα γίνονται. 4. που υστερεί σε κπ. τομέα γνώσης, κυρίως για εκπαιδευόμενο: Είναι ~ στα μαθηματικά. || (έκφρ.) είναι των αδυνάτων αδύνατο, είναι εντελώς ακατόρθωτο. είναι ανθρωπίνως* αδύνατο. είναι φύσει* αδύνατο. κάνω τα αδύνατα δυνατά για να…, κάνω τα πάντα. || είναι αδύνατο να…, δεν είναι εφικτό να…: Είναι αδύνατο να αρνηθεί. Mου είναι αδύνατο να δεχτώ την πρότασή σας. 5. (γραμμ.) ~ τύπος μιας προσωπικής αντωνυμίας, η μορφή της που έχει λιγότερες συλλαβές και που προφέρεται χωρίς τόνο, π.χ. μου, μας, σε αντιδιαστολή προς το δυνατό τύπο. αδυνατούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αδυνατούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.

[αρχ. ἀδύνατος· αδύνατ(ος) -ούλης, -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες