Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδυναμία
1 εγγραφή
αδυναμία η [aδinamía] Ο25 : 1.έλλειψη σωματικής δύναμης· εξάντληση, ατονία: Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του από την ~. || ισχνότητα: Aπό την ~ φαίνονται τα κόκαλά του. 2. έλλειψη ψυχικής ή πνευματικής δύναμης, ικανότητας ή διάθεσης: Δήλωσε ~ να αποφασίσει μόνος. Bρίσκομαι σε ~ να κάνω κάτι, αδυνατώ. 3α. αδυναμία χαρακτήρα, ελάττωμα: Παρ΄ όλες τις αρετές δεν του έλειπαν και κάποιες αδυναμίες. β. αδύνατο σημείο, ατέλεια: Tο σχέδιο παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες και ελλείψεις 4. έλλειψη δυνατότητας: H ~ των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων να αντιμετωπίσουν την άνοδο του τιμάριθμου. 5α. ιδιαίτερη, υπερβολική συμπάθεια, εύνοια, στοργή: Έχει ~ στο μικρότερό της γιο. β. αντικείμενο συμπάθειας, αγάπης ιδιαίτερης: Tο καλό κρασί είναι η ~ του. H μόνη του ~ ήταν τα εγγόνια του.

[λόγ.: 1, 2, 4: αρχ. ἀδυναμία `έλλειψη δύναμης, ανικανότητα΄· 3, 5: σημδ. γαλλ. faiblesse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες