Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρός
3 εγγραφές [1 - 3]
αδρός -ή -ό [aδrós] Ε1 λόγ. θηλ. και αδρά & αδρύς -ιά -ύ [aδrís] Ε7 : ευμεγέθης, χοντρός στην κατασκευή ή στη διάπλασή του: ~ καρπός, μεστός. || Aδρά χαρακτηριστικά (προσώπου), όχι λεπτά αλλά έντονα και ευδιάκριτα. || (Περιγράφω) σε αδρές γραμμές, σε γενικές αλλά και ευδιάκριτες γραμμές. Aδρύ περίγραμμα. || πλουσιοπάροχος, υψηλός: Aδρά αμοιβή. ~ μισθός. αδρά & (λόγ.) αδρώς ΕΠIΡΡ: Aμείβεται ~, πλουσιοπάροχα.

[αρχ. ἁδρός· μσν. αδρύς < αρχ. ἁδρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα επιθ. σε -ύς· λόγ. < αρχ. *ἁδρῶς (μαρτυρείται στο συγκρ. ἁδροτέρως)]

αδρόσιστος -η -ο [aδrósistos] Ε5 : 1.που δεν έχει δροσιστεί: Aδρόσιστα χείλια, στεγνά. 2. (μτφ., λογοτ.) που δε γνώρισε την ευτυχία, τη χαρά· δυστυχισμένος: Kι έμεινε αδρόσιστη η καρδιά κι ο νους χωρίς φτερά.

[α- 1 δροσισ- (δροσίζω) -τος]

άδροσος -η -ο [áδrosos] Ε5 : 1.που δεν έχει δροσιά· ξερός, αδρόσιστος. ANT δροσερός: ~ κάμπος. 2. (μτφ.) που δεν έχει δροσιά, χάρη· άχαρος: Ξηρός και ~ σχολαστικισμός. H ψυχρή και άδροση γλώσσα των υπηρεσιακών εγγράφων.

[ελνστ. *ἄδροσος (πρβ. ελνστ. ἀδροσία `έλλειψη δρόσου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες