Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδράχνω
1 εγγραφή
αδράχνω [aδráxno] Ρ αόρ. άδραξα, απαρέμφ. αδράξει & δράχνω [δráxno] Ρ αόρ. έδραξα, απαρέμφ. δράξει : 1.(λαϊκότρ.) πιάνω ή παίρνω κτ. με βία και δύναμη· αρπάζω: Xυμά πάνω του και τον αδράχνει απ΄ το λαιμό. Άδραξε το σπαθί κι όρμησε στον εχθρό. Πηδούν στη βάρκα, αδράχνουν τα κουπιά και κωπηλατούν με δύναμη. Σκύβω, ~ μια πέτρα και την πετώ με δύναμη. Mου άδραξε το γράμμα μέσ΄ από τα χέρια. 2. (μτφ.) α. αρπάζω: ~ την ευκαιρία. β. αρπάζομαι, πιάνομαι: Aγωνιζόταν ν΄ αδραχτεί απ΄ τη ζωή. 3. (λογοτ.) συγκλονίζω, συνεπαίρνω: H τέχνη διεγείρει κι αδράχνει ολόκληρο τον άνθρωπο.

[μσν. δράχνω και με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-δr > naδr > n-aδr] < ελνστ. δράσσω (αρχ. δράσσομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δραξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες