Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικαιολόγητος
1 εγγραφή
αδικαιολόγητος -η -ο [aδikeolójitos] Ε5 : 1.για κτ. το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, καμία λογική εξήγηση: ~ φόβος. Aδικαιολόγητη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Aδικαιολόγητη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Aδικαιολόγητο λάθος / ψέμα, πολύ μεγάλο, ασυγχώρητο. Έδειξε αδικαιολόγητη βιασύνη / άγνοια, πολύ μεγάλη. 2. για κπ. τον οποίο δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου δεν μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι ~. αδικαιολόγητα & (λόγ.) αδικαιολογήτως ΕΠIΡΡ: Kαθυστέρησα ~. || (έκφρ., στρατ.) αδικαιολογήτως απών, για στρατιωτικό που απουσιάζει χωρίς λόγο από την υπηρεσία του.

[λόγ. α- 1 δικαιολογη- (δικαιολογώ) -τος μτφρδ. γαλλ. injustifié· λόγ. αδικαιολόγητ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες