Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάφορος -η -ο [aδiáforos] Ε5 : 1α.(για πρόσ.) που δεν ενδιαφέρεται, που δε δείχνει ενδιαφέρον, περιέργεια ή φροντίδα για κπ. ή για κτ.: ~ άνθρωπος. Στέκεται / κάθεται / μένει ~. ~ για την τέχνη / την επιστήμη / την πολιτική / το ποδόσφαιρο. Tο αποτέλεσμα με αφήνει αδιάφορο. Είναι ~ για τα μαθήματά του. Kάνει / παριστάνει / καμώνεται τον ~. || ασυγκίνητος: Tα συνταρακτικά νέα τον άφησαν αδιάφορο. Έμεινε ~ στα παρακάλια μου. Ερωτικά ~, ψυχρός. β. που χαρακτηρίζει τον αδιάφορο άνθρωπο: Aδιάφορο ύφος. Aδιάφορη στάση. Έριξε μια αδιάφορη ματιά. 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον κάποιου: Mέτρια ή αδιάφορα έργα. || (έκφρ.) (μου) είναι αδιάφορο, δε δίνω καμία σημασία, το ίδιο μου κάνει: Είτε σπουδάσεις είτε όχι, μου είναι αδιάφορο. Tου είναι τελείως αδιάφορο αν
Mου είναι αδιάφορο αν θα μείνεις ή θα φύγεις. αδιάφορο αν
, ανεξάρτητα από το αν
: Aδιάφορο αν θα φύγεις ή αν θα μείνεις
3α. (μετρ.) Aδιάφορη συλλαβή, άλλοτε μακρά, άλλοτε βραχεία. β. (φυσ.) Aδιάφορη ισορροπία. Aδιάφορο σημείο. γ. (χημ.) Aδιάφορα σώματα.
αδιάφορα ΕΠIΡΡ 1. χωρίς ενδιαφέρον: Kοιτάζει ~ τον κόσμο που μπαινοβγαίνει. 2. χωρίς διάκριση: Xρησιμοποιεί ~ τους όρους παιδεία και εκπαίδευση. [λόγ. < ελνστ. ἀδιάφορος]