Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδειανός -ή -ό [aδjanós] Ε1 : άδειος: Tο ψυγείο / το πιάτο είναι αδειανό. Bρήκα μια αδειανή θέση. Tο σπίτι έμεινε αδειανό τρεις μήνες, ξενοίκιαστο. Tο σπίτι είναι αδειανό, όταν λείπουν τα παιδιά, λείπει η ζωντάνια που δίνει η παρουσία τους. Έφυγαν τα πουλιά και έμειναν οι φωλιές τους αδειανές.
[μσν. αδειανός < άδει(ος) -ανός]