Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγώι το [aγói] Ο45 & αγώγι το [aγóji] Ο44 : η διαδρομή που κάνει κάποιος (συνήθ. επαγγελματίας) με φορτηγό ζώο ή αμάξι για να μεταφέρει κπ. ή κτ. με αμοιβή, καθώς και το σχετικό φορτίο: Kάνω ένα ~. Ψάχνω για ~. Πόσο κάνει το ~; || τα αγωγιάτικα· (πρβ. μεταφορικά): Aκριβό / φτηνό ~. ΠAΡ ΦΡ το ~ ξυπνάει τον αγωγιάτη, η αμοιβή αυξάνει το ζήλο ή η ανάγκη προκαλεί εγρήγορση.
[μσν. αγώγι(ον) < αρχ. ἀγώγιον `φόρτωμα αμαξιού΄ και με αποβ. του μεσοφ. [j] ]