Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγωνίζομαι
1 εγγραφή
αγωνίζομαι [aγonízome] Ρ2.1β : 1.καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού δύσκολου ή αξιόλογου, κάνω αγώνα ή συμμετέχω σ΄ αυτόν: Aγωνίζεται για να συντηρήσει την πολυμελή του οικογένεια. Ο λαός αγωνίστηκε για τη δημοκρατία / για την απελευθέρωση από τον κατακτητή. 2α. καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση κάποιου: Ο λαός αγωνίστηκε ενάντια στην τυραννία / ξένη επιδρομή. H επιστήμη αγωνίζεται κατά του καρκίνου. β. συμμετέχω σε ορισμένο αγώνισμα, αθλητικό αγώνα κτλ.: Aγωνίζεται στη σφαιροβολία / στον ακοντισμό. H ομάδα μας αγωνίζεται σε ξένο γήπεδο, παίζει.

[1: αρχ. ἀγωνίζομαι· 2: λόγ. < αρχ. ἀγωνίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες