Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγροφύλακας
1 εγγραφή
αγροφύλακας ο [aγrofílakas] Ο5 : φύλακας των χωραφιών: Iδιωτικός / κοινοτικός ~. Ο ~ του χωριού. || βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής: H στολή του αγροφύλακα.

[λόγ. < αρχ. ἀγροφύλαξ, αιτ. -ακα `φύλακας της χώρας΄ σημδ. γαλλ. garde champêtre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες