Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγρονόμος ο [aγronómos] Ο18 : 1.βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής. 2. επιστήμονας ειδικός στην αγρονομία2: ~ τοπογράφος / μηχανικός.
[λόγ.: 2: γαλλ. agronome < μσνλατ. agronomus < αρχ. ἀγρό(ς) + -νόμος· 1: κατά το αρχ. ἀγρονόμος `αξιωματούχος υπεύθυνος των αγροτικών περιοχών΄]