Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγέλλω [angélo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αναγγέλλω: Tο Σύμφωνο Ειρήνης αγγέλλει μέρες γαλήνης και ευημερίας για τη χώρα. Οι άγγελοι θα σαλπίσουν αγγέλλοντας τη Δευτέρα Παρουσία.
[λόγ. < αρχ. ἀγγέλλω]