Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαλλιάζω [aγaliázo & aγalázo] Ρ2.1α : χαίρομαι πάρα πολύ· αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι· αγαλλιώ, αγάλλομαι: Aγαλλιάζει η ψυχή του ανθρώπου βλέποντας μια τέτοια ομορφιά. Aγάλλιασε η καρδιά του, σαν άκουσε τα καλά μαντάτα.
[μσν. αγαλλιάζω < ελνστ. ἀγαλλι(ῶ) `χαίρομαι εξαιρετικά΄ (αρχ. ἀγάλλω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. αγαλλιασ-]