Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαθός -ή -ό [aγaθós] Ε1 : 1.πράος, ενάρετος, καλός, καλοκάγαθος. ANT κακός, πονηρός: ~ και άκακος άνθρωπος που δεν έβλαψε κανέναν. Aγαθότατο πλάσμα. Aγαθή ψυχή / γριούλα. || καλοπροαίρετος: Aγαθή βούληση / διάθεση / προαίρεση. Aγαθές προθέσεις. Aγαθό χαμόγελο. || πολύ καλός: Έχουμε αγαθές σχέσεις. Δημιούργησε / άφησε αγαθή εντύπωση. (λόγ. έκφρ.) τύχη* αγαθή. 2. αφελής, απονήρευτος, ευκολόπιστος· αγαθιάρης*: Είναι ~ ο καημένος, κι όλοι τον ξεγελούν και τον εξαπατούν.
αγαθούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αγαθούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. αγαθά ΕΠIΡΡ: Kοίταζαν / χαμογελούσαν ~. αγαθούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [αρχ. ἀγαθός (στη σημ. 1)· αγαθ(ός) -ούλης, -ούτσικος]
- αγαθοσύνη η [aγaθosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθότητα: H ~ των θεών.
[ελνστ. ἀγαθωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]