Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγέρας ο [ajéras] Ο3 πληθ. αγέρηδες : (προφ., λογοτ.) αισθητή κίνηση του αέρα, αέρας3. ΠAΡ ΦΡ κατά πού φυσάει ο ~ άπλωνε το πανί σου, ακολούθα τη γνώμη που κάθε φορά επικρατεί.
αγεράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. αγέρας < αέρας με ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]
- αγέραστος -η -ο [ajérastos] Ε5 : που δε γερνάει ποτέ, που φαίνεται πάντα νέος· ακμαίος, θαλερός: ~ άνθρωπος. Aγέραστη νιότη, αιώνια. || (μτφ.): Οι αγέραστες κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου.
[α- 1 γερασ- (γεράζω) -τος]