Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβροφροσύνη η [avrofrosíni] Ο30α : ευγένεια, ευγενική συμπεριφορά, λεπτότητα στους τρόπους· αβρότητα: Λόγια αβροφροσύνης. Επίσκεψη / χειρονομία αβροφροσύνης. Tο έλεγα με κάθε ειλικρίνεια και όχι από διπλωματική ~.
[λόγ. αβρόφρ(ων < αβρ(ός) -ο- + -φρων) -οσύνη]