Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίτηση η [étisi] Ο33 : η ενέργεια με την οποία γνωστοποιούμε εκείνο που θέλουμε να γίνει σ΄ εκείνον από τον οποίο αυτό εξαρτάται: ~ για συγγνώμη / βοήθεια. α. επίσημη γραπτή αίτηση σε δημόσια ή σε άλλη υπηρεσία: ~ για διορισμό / για μετάθεση / για έκδοση πιστοποιητικού / για χορήγηση άδειας. Έγκριση / απόρριψη της αίτησης. Mε ~ του ενδιαφερομένου. || (νομ.): ~ για ακύρωση / αναίρεση / εξαίρεση. || το σχετικό έγγραφο: Kόλλα / έντυπο / χαρτόσημο για ~. Σύνταξη / υποβολή της αίτησης. Xάθηκε η αίτησή σου· γι΄ αυτό δεν πήρες απάντηση. β. (εκκλ.) είδος προσευχής.
[λόγ. < αρχ. αἴτη(σις) `αίτημα΄ -ση σημδ. γαλλ. pétition]