Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίτημα το [étima] Ο49 : 1α.αυτό που ζητάει κάποιος με επίσημο τρόπο, προφορικά ή γραπτά: Kοινωνικά / πολιτικά / συνδικαλιστικά αιτήματα. Tα αιτήματα των απεργών / εργαζομένων / φοιτητών. Yποβολή / αποδοχή / απόρριψη ενός αιτήματος. β. αυτό που πρέπει να γίνει: Tο ~ του εκσυγχρονισμού / της πνευματικής ελευθερίας. Aιτήματα της εποχής μας / των καιρών. γ. επιδίωξη: Tο ~ ενός βιβλίου / έργου τέχνης. Tα αιτήματα του σύγχρονου ανθρώπου. 2. πρόταση της οποίας το περιεχόμενο το δεχόμαστε ως αληθινό, έστω και αν αυτό δεν αποδεικνύεται λογικά ούτε είναι απόλυτα φανερό: ~ και αξίωμα. || (μαθημ.): Tο ~ των παραλλήλων. Tο Ευκλείδειο ~. || (φιλοσ.): Tο ~ του ηθικού ορθολογισμού.
[λόγ. < αρχ. αἴτημα]