Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέναος -η -ο
1 εγγραφή
αέναος -η -ο [aénaos] Ε5 : που είναι ή γίνεται από πάντα, διαρκώς και για πάντα· αιώνιος: Ο ~ κύκλος της ζωής. Tο αέναο γίγνεσθαι. αέναα ΕΠIΡΡ πάντοτε, διαρκώς, και τώρα και πάντα: Ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι ~ εκκολάπτεται και γεννιέται.

[λόγ. < αρχ. ἀέναος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες