Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αέναος -η -ο [aénaos] Ε5 : που είναι ή γίνεται από πάντα, διαρκώς και για πάντα· αιώνιος: Ο ~ κύκλος της ζωής. Tο αέναο γίγνεσθαι.
αέναα ΕΠIΡΡ πάντοτε, διαρκώς, και τώρα και πάντα: Ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι ~ εκκολάπτεται και γεννιέται. [λόγ. < αρχ. ἀέναος]