Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ίζημα το [ízima] Ο49 : α. (χημ.) το αδιάλυτο σώμα από τις ουσίες που κατακάθονται στον πυθμένα δοχείου, το οποίο περιέχει κάποιο μείγμα υγρών· (πρβ. κατακάθι): Kρυσταλλικά / κοκκώδη / άμορφα ιζήματα. β. (γεωλ.) πέτρωμα που σχηματίζεται από την απόθεση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή περιέχονται στα φυσικά ύδατα· ιζηματογενή πετρώματα.
[λόγ.: α: ελνστ. ἵζημα· β: σημδ. γαλλ. sédiment]
- ιζηματογενής -ής -ές [izimatojenís] Ε10 : (γεωλ.) που σχηματίζεται από ιζήματα: Iζηματογενές απόθεμα / έδαφος. Iζηματογενή πετρώματα, ιζήματα.
[λόγ. ιζηματ- (ίζημα) -ο- + -γενής]