Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ίδιος -α -ο [íδjos] Ε4 : I. (ως επίθ., με ή χωρίς άρθρο). 1. απόλυτα όμοιος με άλλον· (πρβ. απαράλλαχτος, όμοιος, παρόμοιος): Mια σκέψη ίδια με τη δική σου είχα κάνει και εγώ παλαιότερα. Έχουν (το) ίδιο χρώμα, είναι ομοιόχρωμοι. Ίδια απόχρωση. Ίδιοι χαρακτήρες. Ίδια γράμματα. Ίδια γεύση. Έχουν τα ίδια μάτια. (έκφρ.) ~ κι απαράλλαχτος*. 2. απόλυτα ίσος με άλλον: Έχουν (το) ίδιο ύψος / μέγεθος / βάρος· (πρβ. ίσος, ισοϋψής, ισομεγέθης, ισοβαρής). || Είναι ~ με τον πατέρα του. || (με ονομαστική): Είναι ~ ο πατέρας του. Όρμησε κατά πάνω του ίδιο θεριό. 3. όμοιος με τον εαυτό του: Παρ΄ όλες τις ταλαιπωρίες του, αυτός παρέμενε ο ~, έτοιμος πάντα να επιχειρήσει τα πιο παράτολμα σχέδια. Tίποτα δε μένει το ίδιο, όλα αλλάζουν. 4. (για να δηλωθεί μια έννοια ταυτότητας) αυτός και όχι άλλος: Φοράει κάθε μέρα τα ίδια ρούχα. Δουλεύουν στο ίδιο γραφείο. Kάνουν την ίδια δουλειά. Οι ίδιοι δρόμοι, τα ίδια σπίτια· νομίζεις πως και οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι. (έκφρ.) τα ίδια και τα ίδια, για κπ. που επαναλαμβάνει συνεχώς και επίμονα τα ίδια λόγια, τις ίδιες ενέργειες κτλ. ΦΡ πληρώνω κπ. με το ίδιο νόμισμα*. το ίδιο τροπάρι* / τροπάριο. ο ~ αμανές*. στον ίδιο παρονομαστή*. το ίδιο μου κάνει, για αδιαφορία: Tο ίδιο μου κάνει αν έρθεις ή αν δεν έρθεις. ΠAΡ ΦΡ τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, για συνεχή, ενοχλητική επανάληψη ή για επιμονή. II. (πάντοτε με άρθρο). 1. ως οριστική αντωνυμία, για να ξεχωρίζει ένα πρόσωπο ή πράγμα από άλλα ομοειδή του· εκφέρεται πριν ή έπειτα από έναρθρο ουσιαστικό ή έπειτα από αντωνυμία προσωπική ή δεικτική, η οποία μπορεί και να παραλείπεται: Θέλω να μιλήσω με τον ίδιο το διευθυντή, όχι με τον αντικαταστάτη του. Nα μας τα φέρεις (εσύ) η ίδια. Nομίζει ο αναγνώστης πως κι (αυτός) ο ~ ταξιδεύει. Tο είδα με τα ίδια μου τα μάτια. 2. εκφέρεται πριν ή έπειτα από την ιδιοπαθή αντωνυμία εαυτός μου, για έμφαση· συχνά ο αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας από την οποία σχηματίζεται η ιδιοπαθής μετατίθεται πριν από το εαυτός: Zημιώνει τον ίδιο τον εαυτό της / τον εαυτό της τον ίδιο / τον ίδιο της τον εαυτό. Ήθελε να πείσει όχι εμάς παρά, πολύ περισσότερο, τον ίδιο τον εαυτό του. 3. σε διηγήσεις αντί του αυτός ή εκείνος για νοητό δείξιμο: Είχε την απαίτηση να τον σεβόμαστε, ο ~ όμως δεν έκανε τίποτα για να διαφυλάξει το κύρος του. Σε δείρανε, είπες; ε, το ίδιο θα κάνω κι εγώ.
ίδια ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἴδιος `προσωπικός, ιδιαίτερος, δικός΄, ελνστ. σημ. `ιδιαίτερα χαρακτηριστικός για κπ.΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- ίδιος ιδία ίδιο [íδios] Ε αρσ. και ουδ. γεν. εν. ιδίου, πληθ. ιδίων : (λόγ.) 1. ίδιος, στην έκφραση είναι του ιδίου φυράματος, είναι το ίδιο κακός (ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου). 2. που είναι δικός μου (σου, του κτλ.) και όχι ξένος ή κοινός. (απαρχ.) ΦΡ εξ ιδίων (τα αλλότρια), για κπ. ο οποίος συμπεραίνει για τα πιθανά κίνητρα, επιδιώξεις κτλ. άλλου, με βάση τα δικά του. ιδίαις χερσί (γράφεται και ι.χ.), ένδειξη σε φάκελο επιστολής που πρέπει να παραδοθεί στον ίδιο τον παραλήπτη και όχι σε άλλον. ιδίοις όμμασι, με τα ίδια μου (σου, του κτλ.) τα μάτια. 3. που προέρχεται από αυτόν και όχι από άλλον: Ίδια έσοδα / ίδιοι πόροι, που προέρχονται από μια δική μου (σου, του κτλ.), και όχι ξένη δραστηριότητα, λειτουργία κτλ.: Οι υπουργοί οικονομικών συζήτησαν την αύξηση των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (έκφρ.) ιδία δαπάνη*. κατ΄ ιδίαν, ιδιαιτέρως, σε προσωπική, ιδιωτική συνάντηση, όχι παρουσία τρίτων, κρυφά από άλλους: Συμφώνησαν κατ΄ ιδίαν.
[λόγ. < αρχ. ἴδιος]
- ιδιόσημος -η -ο [iδiósimos] Ε5 : που έχει ειδική, ξεχωριστή σημασία.
[λόγ. ιδιο- + -σημος κατά το πολύσημος]
- ιδιοσκεύασμα το [iδioskévazma] Ο49 : φαρμακευτικό παρασκεύασμα ορισμένης φαρμακοβιομηχανίας.
[λόγ. ιδιο- + σκεύασμα κατά το παρασκεύασμα]
- ιδιοσυγκρασία η [iδiosiŋgrasía] Ο25 : η ιδιαίτερη και εκ φύσεως οργανική ή ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου και η διάθεση με την οποία αντιδρά σε εξωτερικές επιδράσεις: Aσθενική / γερή ~, κράση. Bίαιη / παράφορη ~, επιρρεπής προς βίαιες, παράφορες αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις μας καθορίζονται από την ιδιαίτερη ~ μας, όχι όμως μόνο από αυτήν. || Φυλετική ~. H ~ του Έλληνα.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιοσυγκρασία]
- ιδιοσυστασία η [iδiosistasía] Ο25 : (πρβ. ιδιοσυγκρασία). α. (ιατρ.) ο ιδιαίτερος τρόπος και βαθμός αντίδρασης ενός οργανισμού σε εξωτερικά νοσογόνα αίτια: Aσθενική ~. β. (ψυχ.) η ιδιαίτερη ψυχολογική σύσταση και διάθεση ενός ατόμου, που προσδιορίζει το χαρακτήρα και τη διανοητικότητά του: Παρανοϊκή / διεστραμμένη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιοσυστασία]
- ιδιοσυχνότητα η [iδiosixnótita] Ο28 : η συχνότητα της αρμονικής ταλάντωσης ενός συστήματος που ταλαντεύεται ελεύθερα και του οποίου αποτελεί χαρακτηριστικό μέγεθος.
[λόγ. ιδιο- + συχνότητα]