Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηχο- [ixo] & ηχό- [ixó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ηχ- [ix], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ήχος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στον ήχο, σχετίζεται με τον ήχο: ~βολίδα, ~γραφώ, ~λήπτης, ~μόνωση, ~ρύπανση, ηχόχρωμα. || (τεχν., φυσ.) ~μετρία, ηχόμετρο. || (ιατρ.) ~λαλία. 2. σε σύνθετα επίθετα: ηχαγωγός, που χρησιμεύει για τη μετάδοση του ήχου.
[λόγ. θ. της λ. ήχ(ος) -ο- ως α' συνθ. & μτφρδ.: ηχο-ληψία < γερμ. Tonaufnahme]
- ηχογράφηση η [ixoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ηχογραφώ: Zωντανή ~. ~ της πέμπτης συμφωνίας του Mπετόβεν.
[λόγ. ηχογραφη- (ηχογραφώ) -σις > -ση]
- ηχογραφώ [ixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : καταγράφω τον ήχο πάνω σ΄ ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να τον διατηρεί και να τον αναπαράγει: Hχογράφησε έναν καινούριο δίσκο. Hχογραφημένη συναυλία. ~ μια εκπομπή από το ραδιόφωνο, μαγνητοφωνώ.
[λόγ. ηχο- + -γραφώ]
- ηχολαλία η [ixolalía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : ψυχοπαθολογική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει αυτόματη επανάληψη λέξεων ή φράσεων που τις λέει κάποιος άλλος και παρατηρείται σε περιπτώσεις ατόμων με διανοητική ανεπάρκεια.
[λόγ. < νλατ. echololia < λατ. echo < αρχ. ἠχώ + lalia < αρχ. λαλιά `κουβέντα, φλυαρία΄, με προσαρμογή προς το τονικό σχ. της κατάλ. -ία (= λατ. -ia)]
- ηχολήπτης ο [ixolíptis] Ο10 θηλ. ηχολήπτρια [ixolíptria] Ο27 : τεχνικός των κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων ειδικός στην ηχοληψία.
[λόγ. ηχο(ληψία) -λήπτης· λόγ. ηχολήπ(της) -τρια]
- ηχοληψία η [ixolipsía] Ο25 : λήψη και καταγραφή ήχων (διαλόγων, θορύβων, μουσικής κτλ.) σε δίσκο, κινηματογραφική ταινία, ταινία μαγνητοφώνου κτλ.
[λόγ. ηχο- + -ληψία μτφρδ. γερμ. Tonaufnahme]
- ηχομετρία η [ixometría] Ο25 : (φυσ.) η τεχνική της μέτρησης του ήχου. || η μελέτη της έντασης ή της πηγής των ήχων.
[λόγ. ηχο- + -μετρία μτφρδ. γαλλ. sonométrie (-métrie = -μετρία)]
- ηχομιμητικός -ή -ό [ixomimitikós] Ε1 : (γραμμ.) ονοματοποιημένος, ηχοποίητος: Hχομιμητικές λέξεις είναι το γαβ, το ουστ, το νιάου κτλ.
[λόγ. ηχο- + μιμητικός μτφρδ. γερμ. lautnachahmend]
- ηχομόνωση η [ixomónosi] Ο33 : ηχητική απομόνωση ενός χώρου: Σπίτι / διαμέρισμα / γραφείο που δεν έχει ~.
[λόγ. ηχο- + μόνω(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Schallisolation(;)]
- ηχομονωτικός -ή -ό [ixomonotikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ηχομόνωση: Hχομονωτικό υλικό, που έχει την ιδιότητα να απορροφά τον ήχο.
[λόγ. ηχομόνω(σις) -τικός]