Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήπιος
1 εγγραφή
ήπιος -α -ο [ípios] Ε6 : που δεν είναι έντονος, οξύς: ~ άνθρωπος. ~ χαρακτήρας, που δεν εξοργίζεται, που δεν εξάπτεται εύκολα. Επικρατεί ήπιο πολιτικό κλίμα. ~ χειμώνας, όχι ψυχρός. H γρίπη φέτος είναι μάλλον ήπια / ήπιας μορφής, δεν είναι βαριάς μορφής, δεν είναι επικίνδυνη. Ήπια τιμωρία, επιεικής. Ήπιες μορφές ενέργειας, που δε μολύνουν το περιβάλλον, π.χ. η ηλιακή, η αιολική κτλ. ήπια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἤπιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες