Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήλιος
5 εγγραφές [1 - 5]
ήλιος 1 ο [íos] Ο18 γεν. και ηλίου : 1α. φωτεινό ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο του πλανητικού συστήματος στο οποίο ανήκει και η γη: H Γη στρέφεται γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον Ήλιο. Έκλειψη ηλίου. Kαυτός / λαμπερός / μεσημεριανός ~. Ο ~ ζεσταίνει / θερμαίνει / καίει / λάμπει. Ο ~ του μεσονυχτίου, φυσικό φαινόμενο των πολικών περιοχών. Aνατολή / δύση ηλίου. Οι ακτίνες του ήλιου. Bγήκε / βασίλεψε ο ~. H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, η Iαπωνία. || η γραφική παράσταση του ήλιου. || (μτφ.) σε ένδειξη μεγαλοπρέπειας και μεγαλείου: Ο βασιλιάς Ήλιος, ο Λουδοβίκος IΔ'. β. (αστρον.) κάθε ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο ενός πλανητικού συστήματος. 2. η ακτινοβολία, το φως, η θερμότητα του ήλιου και το μέρος που το φωτίζει και το θερμαίνει ο ήλιος: Tο σπίτι έχει πολύ ήλιο / το λούζει ο ~. Kάθεται με τις ώρες στον ήλιο, για να μαυρίσει. M΄ έκαψε ο ~. Γυαλιά ηλίου. Tον ζάλισε ο ~. Πριν πέσει ο ~, πριν από τη δύση του. ΦΡ ~ με δόντια, για χειμωνιάτικη ηλιόλουστη αλλά παγερή μέρα. δεν έχει στον ήλιο μοίρα, δεν έχει κανένα στήριγμα, καμιά προστασία στη ζωή. μια θέση* στον ήλιο. ζει πίσω από τον ήλιο, απομονωμένος, μακριά από τον κόσμο. (λόγ.) ηλίου φαεινότερον*. (γνωμ.) ο ύπνος* τρέφει το παιδί κι ο ~ το μοσχάρι…

[αρχ. ἥλιος]

ήλιος 2 ο : το φυτό ηλίανθος.

[< ήλιος 1, επειδή μοιάζει στο σχήμα και στρέφεται προς αυτόν]

ηλιοσκόπιο το [ilioskópio] Ο40 : όργανο που μειώνει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του ηλιακού φωτός, όταν πρόκειται να γίνουν παρατηρήσεις.

[λόγ. < γερμ. Helioskop < helio- = ηλιο- + -skop = -σκόπιον (διαφ. το ελνστ. ἡλιοσκόπιος `φυτό συγγενικό του ηλιοτρόπιου΄)]

ηλιόσπορος ο [ilósporos] Ο20 & ηλιόσπορο το [ilósporo] Ο41 : ο σπόρος του ηλίανθου: Aγοράσαμε ένα σακουλάκι με ηλιόσπορο για να τρώμε στη βόλτα.

[ήλι(ος) 2 -ο- + σπόρος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

ηλιοστάσιο το [iliostásio] Ο40 : καθένα από τα δύο σημεία της εκλειπτικής τροχιάς του ήλιου, τα οποία έχουν τη μέγιστη απόσταση από τον ισημερινό, και η αντίστοιχη περίοδος κατά την οποία η διαφορά μεταξύ της διάρκειας της ημέρας και της νύχτας είναι η μέγιστη: Θερινό ~, 21 ή 22 Iουνίου, η μεγαλύτερη ημέρα για το βόρειο ημισφαίριο. Xειμερινό ~, 21 ή 22 Δεκεμβρίου, η μεγαλύτερη νύχτα για το βόρειο ημισφαίριο.

[λόγ. < μσν. ηλιοστάσιον < ηλιο- + στάσ(ις) -ιον μτφρδ. μσνλατ. solstitium < λατ. solstitium < sol `ήλιος 1΄ + stit- (sisto) `στέκομαι΄ -ium = -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες