Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
58 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ήλεκτρο το [ílektro] Ο42 : απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων δέντρων· είναι σκληρό και διαφανές και έχει την ιδιότητα να ηλεκτρίζεται με την τριβή· κεχριμπάρι. || ορυκτό αυτοφυές, κράμα χρυσού και αργύρου.
[λόγ. < αρχ. ἤλεκτρον]
- ηλεκτρο- [ilektro] & ηλεκτρό- [ilektró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό και ηλεκτρ- [ilektr], ιδίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ΄ αυτόν: ~θετικός, ηλεκτραρνητικός. || (επιστ.) σε ονομασίες κλάδων, τομέων επιστημών: ηλεκτρακουστική, ~μεταλλουργία, ~χημεία. 2α. κινείται ή λειτουργεί με ηλεκτρισμό: ~κινητήρας. β. γίνεται με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού: ~γαλβάνισμα, ~διαγνωστική, ~φωτισμός, ~εγκεφαλογράφημα, ηλεκτρόλυση, ~κίνηση, ~κίνητος, ~κόλληση· ~φωτίζω. || προκαλείται από τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: ~πληξία, ηλεκτρόπληκτος. 3. παράγει ηλεκτρισμό: ~γεννήτρια. 4. σε αντικειμενικά σύνθετα αποτελεί το αντικείμενο του ρηματικού β' συνθετικού: ~νόμος, ~παραγωγή, ~φόρος, ~παραγωγός.
[λόγ. < διεθ. electr(o)- < λατ. electr(um) < αρχ. ἤλεκτρ(ον) `κεχριμπάρι΄ -ο- ως α' συνθ.: ηλεκτρο-δυναμική < διεθ. electro- + dynamic (δες και στο ηλεκτρισμός)]
- ηλεκτρογεννήτρια η [ilektrojenítria] Ο27 : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα· γεννήτρια.
[λόγ. ηλεκτρο- + γεννήτρια μτφρδ. γαλλ. électro générateur < électro- = ηλεκτρο- + générateur = γεννήτρια]
- ηλεκτροδιαγνωστική η [ilektroδiaγnostikí] Ο29 : μέθοδος για τη διάγνωση διάφορων ασθενειών με τη χρήση του ηλεκτρισμού.
[λόγ. < γαλλ. électrodiagnostic < électro- = ηλεκτρο- + diagnostic = διαγνωστική]
- ηλεκτρόδιο το [ilektróδio] Ο42 : αγωγός για τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: Tο ~ που επικοινωνεί με το θετικό πόλο ονομάζεται άνοδος, το ~ που επικοινωνεί με τον αρνητικό πόλο ονομάζεται κάθοδος. || (ιατρ.) το άκρο ενός ηλεκτροφόρου σύρματος, με το οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα σε κάποιο μέρος του σώματος.
[λόγ. < αγλλ. electrode < electr(o)- = ηλεκτρ(ο)- + -ode < αρχ. ὁδ(ός) -ιον]
- ηλεκτροδότηση η [ilektroδótisi] Ο33 : η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος συνήθ. σε μεγάλη έκταση με τη δημιουργία της κατάλληλης υποδομής.
[λόγ. ηλεκτροδοτη- (ηλεκτροδοτώ) -σις > -ση]
- ηλεκτροδοτώ [ilektroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δημιουργώ την κατάλληλη υποδομή και παρέχω ηλεκτρικό ρεύμα, συνήθ. σε μεγάλη έκταση: Hλεκτροδοτήθηκε η ελληνική ύπαιθρος.
[λόγ. ηλεκτρο- + -δοτώ]
- ηλεκτροδυναμική η [ilektroδinamikí] Ο29 : κλάδος της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα του δυναμικού ηλεκτρισμού, τη δράση δηλαδή των ηλεκτρικών ρευμάτων.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamic = δυναμική]
- ηλεκτροδυναμικός -ή -ό [ilektroδinamikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροδυναμική: Hλεκτροδυναμικά φαινόμενα.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamic = δυναμ(ική) -ικός]
- ηλεκτροδυναμόμετρο το [ilektroδinamómetro] Ο40 : ειδικό όργανο για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamometre = δυναμόμετρον]