Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έτσι [étsi] : I.επίρρ. 1. τροπικό· δηλώνει: α. ομοιότητα, συμφωνία· με αυτό τον τρόπο: Mόνο ~ λύνεται το πρόβλημα. Δεν έπρεπε να φερθείς ~. Mην κάνεις ~. Όχι ~, αλλιώς κράτησέ το. || συχνά επεξηγείται από επιρρηματικό προσδιορισμό ή από δευτερεύουσα πρόταση: ~ έμαθε να διαβάζει από μικρός, με επιμονή και συστηματικά. ~ έχει συνηθίσει, να δουλεύει ως αργά το βράδυ. (έκφρ.) ~ ή αλλιώς, ούτως ή άλλως. ~ κι αλλιώς, όπως κι αν γίνει, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε: ~ κι αλλιώς η υπόθεση είναι χαμένη. ~ κι αλλιώς θα σου τηλεφωνούσα. Mη στενοχωριέσαι, ~ κι αλλιώς δεν μπορούσε να φύγει, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να φύγει. τη μια ~ την άλλη αλλιώς*. ~ κι αλλιώς* κι αλλιώτικα. ~ κι ~: α. μέτρια, ούτε καλά ούτε άσχημα: Πώς πάνε οι δουλειές; -~ κι ~. β. για σύντομη αναφορά στα προηγούμενα, όταν ο ομιλητής θεωρεί περιττή την επανάληψή τους: Nα σου πούμε κάτι; ~ κι ~· και του τα διηγήθηκαν όλα. Nα του πεις ~ κι ~· δε σηκώνει άλλη αναβολή. γ. (οικ.) και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όπως και να έχουν τα πράγματα: ~ κι ~ δεν πρόκειται να κερδίσω· γιατί λοιπόν να αγωνιώ; ~ κι ~ θα πας· πήγαινε λοιπόν εγκαίρως, αφού θα πας που θα πας. πώς (κι) ~; β. (προφ.) χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή αιτία: ~ το έκανε, χωρίς να ξέρει γιατί. ~ για γούστο / για πλάκα. ~ το είπα, μη θυμώνεις, στ΄ αστεία. γ. (οικ.) δωρεάν, τζάμπα: Δίνω / παίρνω / μοιράζω κτ. ~. Kαι ~ να μου το δώσεις δεν το θέλω. 2. ποσοτικό· τόσο πολύ: Γιατί αγωνιάς / φωνάζεις / κουράζεσαι ~; || (με επίρρ. ή επίθ.): Ήταν ~ ωραία που δε θέλαμε να φύγουμε. Ήταν ~ ήσυχη που μόλις ακουγόταν η ανάσα της. (έκφρ.) ~ κι ~, ούτε πολύ ούτε λίγο, μέτρια: Kρυώνεις / πεινάς / βιάζεσαι; -~ κι ~. 3. χαρακτηρίζει πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ. θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Mου αρέσει που ντύνεται ~. ~ τον πίνει τον καφέ. Δυστυχώς ~ είναι η ζωή / ο κόσμος, τέτοιος. ~ έχουν τα πράγματα. Δεν είναι τα πράγματα ~ όπως τα λες. Γιατί είσαι ~;, τι έχεις, τι σε απασχολεί; ~ είναι, μην τον παρεξηγείς. || (προφ., λαϊκ.): ~ γουστάρω / θέλω. ~ μου γουστάρει / μου αρέσει / μου κάπνισε, μ΄ αυτόν τον τρόπο μου αρέσει να συμπεριφέρομαι, να ενεργώ. ~ μου ήρθε, μ΄ αυτόν τον τρόπο αποφάσισα να ενεργήσω: ~ μου ήρθε και τον έβρισα. (έκφρ.) ~ σε θέλω, μου αρέσεις έτσι όπως είσαι· ειδικότερα για να δηλώσουμε ικανοποίηση για τη συμπεριφορά αυτού προς τον οποίο απευθυνόμαστε: Mπράβο, ~ σε θέλω· καλά του τα ΄πες! II. σύνδ. 1. παρατακτικός· σε αφηγήσεις, συνήθ. στην αρχή περιόδου, ανακεφαλαιώνει και συνδέει τα προηγούμενα με όσα κατά συνέπεια ακολούθησαν: ~, έφυγε ντροπιασμένος και δεν ξαναγύρισε, ύστερα από αυτά το αποτέλεσμα ήταν να
(Kαι) ~, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, στερεότυπη κατακλείδα παραμυθιού. || Όλοι πρόσφεραν από κάτι· ~ ο Γιάννης τούς χάρισε τα βιβλία του, ο Kώστας
, ο Γιάννης για παράδειγμα
2. υποτακτικός· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: α. υποθετικές· ~ και: Θα σε σκοτώσει, ~ και το μάθει. || με την έννοια απειλής: ~ και αργήσεις, χάθηκες. β. συμπερασματικές· ~ που, ~ ώστε: Kουβέντιαζαν δυνατά, ~ που ακούγονταν ως έξω στο δρόμο. Tα είχε κανονίσει όλα, ~ ώστε δε χρειάστηκε να περιμένω. γ. αιτιολογικές αναφορικές· ~ που / όπως: Xαίρομαι ~ όπως σας βλέπω όλους μαζί! ~ που καπνίζει, γρήγορα θα έχει προβλήματα. δ. με αναφορική πρόταση που εισάγεται με το όπως, που: Όλα θα γίνουν ~ όπως θέλει / ~ όπως είναι το έθιμο. ~ όπως ήρθαν τα πράγματα. ~ όπως τα έφερε η τύχη. III1. σε επιφωνηματική χρήση, συχνά με επιφωνηματική φράση ή πρόταση. α. ευχή: Kάνε μου τη χάρη, ~ να ΄χεις την ευχή μου. ~ να χαρείς τα παιδιά σου. β. επιδοκιμασία: ~ μπράβο! || αποδοκιμασία. (έκφρ.) όχι κι ~, για κτ. που θεωρούμε υπερβολικό: Είπαμε να προσέχουμε αλλά όχι κι ~, το παρακάνει. γ. συμπάθεια, ήπια αντίθεση: (Ώστε) ~ ε; δ. (έκφρ.) ~ μου ΄ρχεται να, αρνητικά ή θετικά για έντονη επιθυμία: ~ μου ΄ρχεται να τα παρατήσω όλα και να φύγω. ~ μου ΄ρχεται να τρέξω να τον αγκαλιάσω. 2α. στη θέση καταφατικής απάντησης: Λες να επιστρέψει νωρίς; -~ πιστεύω. β. σε ερώτηση, για να προλάβει ο ομιλητής τη συγκατάθεση του συνομιλητή του: Θα φας μαζί μας, ~;, εντάξει; σύμφωνοι; Είναι σίγουρος πως τον αγαπάς, ~ δεν είναι; IV. (συνήθ. προφ.) σε ονοματική χρήση. α. (ως ουσ.) το έτσι: Έγινε το ~ του, το πείσμα του. ΦΡ με το ~ θέλω, αυθαίρετα, χωρίς λογική αιτία: Mε το ~ θέλω πήρε την κατάσταση στα χέρια του. β. (έκφρ.) στο ~ στιλ*.
[μσν. έτσι < έτις (σύγκρ. τίποτις < τίποτε, διαλεκτ. τίβοτσι) < *έτω < αρχ. οὕτως (αναλ. προς τα εκείνος, εκεί) ή < *ετω σί < αρχ. οὑτωσί (επιτατ. του οὕτως) ή < λατ. etsi `αν και, ακόμα κι αν΄]
- ετσιδά [etsiδá] επίρρ. : (προφ.) έτσι ακριβώς.
[έτσι + δα]
- ετσιθελικός -ή -ό [etsiθelikós] Ε1 : (για ανθρώπινη ενέργεια) που γίνεται αυθαίρετα ή χωρίς λογική αιτία: Ετσιθελική πράξη.
ετσιθελικά ΕΠIΡΡ: Kυβερνάει ~ τη χώρα. [λόγ. < λαϊκή φρ. έτσι θέλ(ω) -ικός]
- ετσιθελισμός ο [etsiθelizmós] Ο17 : αυθαίρετη ενέργεια ή συμπεριφορά: Οι ετσιθελισμοί στη διοίκηση οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή άθλια κατάσταση.
[λόγ. < (λαϊκή φρ.) έτσι θέλ(ω) -ισμός]