Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έρμαιο το [érmeo] Ο41 : (με γεν.) για πρόσωπο ή για πράγμα που εξαρτάται απόλυτα από κτ., που παρασύρεται από μια κατάσταση: Ο άνθρωπος να μην είναι ~ των παθών και των ενστίκτων αλλά να κατευθύνεται από το λογικό. || ιδίως για πλοίο που παρασύρεται συνήθ. ακυβέρνητο: Tο πλοίο έγινε ~ των κυμάτων / των ανέμων. Πλοίο με επικίνδυνο φορτίο βρίσκεται ~ στον Aτλαντικό.
[λόγ. < αρχ. ἕρμαιον `δώρο του Ερμή, απρόσμενη τύχη, κτ. που μπορεί να το πάρει όποιος το βρει΄]