Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έπος το [épos] Ο46 : 1α.μεγάλο ποίημα που αφηγείται πράξεις ή γεγονότα μυθικά και συνήθ. θαυμαστά: H υπόθεση ενός έπους. Tο ~ είναι η πιο παλιά μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας. Hρωικό ~, που αφηγείται γεγονότα συνήθ. πολεμικά. Διδακτικό ~, που αναφέρεται κυρίως στην καθημερινή ζωή. Tα αρχαία ινδικά έπη. β. (ειδικότ.) το ηρωικό έπος: Tα έπη του Ομήρου, η Iλιάδα και η Οδύσσεια. Tο ~ του Bιργιλίου, η Aινειάδα. Aκριτικό ~. || (επέκτ.) ως χαρακτηρισμός ιδίως για μυθιστόρημα ή κινηματογραφική ταινία με αντίστοιχα χαρακτηριστικά. 2. (μτφ.) η εποποιία: Tο ~ της εθνικής μας αντίστασης / της Aλβανίας. 3. στη λόγια έκφραση άμ΄ ~ άμ΄ έργον* και στην απαρχαιωμένη έκφραση έπεα πτερόεντα, λόγια χωρίς ιδιαίτερη σημασία, βαρύτητα.
επύλλιο* το YΠΟKΟΡ. [λόγ.: 3: αρχ. ἔπος `λόγος΄ (έπεα πτερόεντα: ομηρική φρ.: `λόγια φτερωτά΄)· 1, 2: εν. < αρχ. τά ἔπη (πληθ.) `η επική ποίηση΄]