Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έπαρχος ο [éparxos] Ο19 : ο πολιτικός προϊστάμενος μιας επαρχίας1.
[λόγ. < ελνστ. ἔπαρχος `διοικητής επαρχίας του ρωμαϊκού κράτους΄ μτφρδ. (ελνστ.) λατ. praefectus (αρχ. σημ.: `διοικητής΄) σημδ. γαλλ. préfet (< λατ. praefectus)]