Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έπαρση η [éparsi] Ο33 : 1.υπερβολική υπερηφάνεια, μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του με αποτέλεσμα να φέρεται περιφρονητικά ή υποτιμητικά στους άλλους· (πρβ. αλαζονεία, υπεροψία): Άνθρωπος γεμάτος ~. H ~ της απόλυτης βεβαιότητας. Διηγείται με ~ τα κατορθώματά του. 2. ανύψωση σημαίας στον ιστό. ANT υποστολή: Mετά τον εκκλησιασμό έγινε ~ της σημαίας και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.
[λόγ. < ελνστ. ἔπαρ(σις) -ση, αρχ. σημ.: `φούσκωμα΄]