Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένοικος
1 εγγραφή
ένοικος ο [énikos] Ο19 θηλ. ένοικος [énikos] Ο36 : αυτός που κατοικεί σε ορισμένο οίκημα (ιδιόκτητο ή ενοικιαζόμενο): Οι ένοικοι ενός διαμερίσματος / μιας πολυκατοικίας / ενός ξενοδοχείου.

[λόγ. < αρχ. ἔνοικος `που κατοικεί σ΄ έναν τόπο΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες