Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένζυμο
3 εγγραφές [1 - 3]
ένζυμο το [énzimo] Ο40 : (βιολ., βιοχημ.) κοινή ονομασία για ένα μεγάλο αριθμό οργανικών ουσιών που παράγονται από ζώντα κύτταρα και δρουν ως καταλύτες των πολυάριθμων και πολύπλοκων βιοχημικών αντιδράσεων, χωρίς να παθαίνουν κάποια αλλοίωση: Kάθε ~ καταλύει ένα μόνο είδος χημικής αντίδρασης. Σχεδόν όλες οι βιοχημικές αντιδράσεις στα ζώα, στα φυτά και στους μικροοργανισμούς ρυθμίζονται από τα ένζυμα.

[λόγ. < γερμ. Εnzym (στη νέα σημ.) < μσν. ένζυμον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ένζυμος]

ενζυμοπάθεια η [enzimopáθia] Ο27 : (ιατρ.) κληρονομική πάθηση που οφείλεται στην έλλειψη, υπερπαραγωγή, δυσλειτουργία ή ανωμαλία στη σύνθεση ενζύμου ή ομάδας ενζύμων.

[λόγ. < γαλλ. enzymopathie < enzymo- < μσν. ένζυμ(ον) -ο- + -pathie = -πάθεια]

ένζυμος -η -ο [énzimos] Ε5 : (για ψωμί) παρασκευασμένος με προζύμι. ANT άζυμος.

[λόγ. < μσν. ένζυμος < εν- ζύμ(η) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες