Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμβολο το [émvolo] Ο40 : 1.αιχμηρή προεξοχή στην πλώρη των παλαιότερων πολεμικών πλοίων, που χρησίμευε για την πρόκληση ρήγματος σε αντίπαλα πλοία. 2. (μηχανολ.) στοιχείο των μηχανών το οποίο κινείται ευθύγραμμα και παλινδρομικά στο εσωτερικό κυλίνδρου και το οποίο δέχεται την πίεση αερίου ή υγρού και τη μεταδίδει σε κινητήριο άξονα, (π.χ. σε μηχανές εσωτερικής καύσης) ή αντιστρόφως, δέχεται τη δύναμη κινητήριου άξονα και τη μεταδίδει σε υγρό ή αέριο (π.χ. σε αντλίες)· πιστόνι. 3. (ιατρ.) οποιοδήποτε σωματίδιο (θρόμβος αίματος κτλ.) αποφράσσει κάποιο αιμοφόρο αγγείο και προκαλεί εμβολή.
[λόγ.: 1: αρχ. ἔμβολον· 2: σημδ. αγγλ. ram· 3: σημδ. γαλλ. embole < νλατ. embolus (στη νέα σημ.) < αρχ. ἔμβολος `έμβολο΄]
- εμβολοφόρος -ος -ο [emvolofóros] Ε14 : α.για σκάφος εξοπλισμένο με πρωραίο έμβολο: Εμβολοφόρο πλοίο. β. για μηχανές που για κύριο στοιχείο τους έχουν έμβολο: ~ αντλία.
[λόγ. έμβολ(ον) -ο- + -φόρος]