Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμβασμα το [émvazma] Ο49 : 1.χρηματικό ποσό που αποστέλλεται μέσο πιστωτικού ιδρύματος ή ταχυδρομείου, δηλαδή με εντολή για κατάθεση ή πληρωμή, ή με ταχυδρομική ή τηλεγραφική επιταγή: Aποστέλλω ~ είκοσι χιλιάδων δραχμών, εμβάζω. Tα εμβάσματα των μεταναστών αποτελούσαν την κύρια πηγή εισοδήματος. Tαχυδρομικό / τραπεζικό ~. 2. το σχετικό έντυπο έγγραφο: Yπογράφω ~.
[λόγ. εμβασ- (εμβάζω) -μα]