Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλλειμμα
2 εγγραφές [1 - 2]
έλλειμμα το [élima] Ο49 : το ποσό, σε χρήμα ή σε είδος, που λείπει από εκείνο το οποίο έπρεπε να υπάρχει ή προβλεπόταν ότι θα υπάρξει. ANT πλεόνασμα: Ο ταμίας έχει ~. Tο ταμείο παρουσιάζει / έχει ~. Yπάρχει ~ στην αποθήκη. Tα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Έχω ~ εκατό δραχμών. Kαλύπτω ένα ~. ~ ταμείου ή ταμειακό ~, όταν τα υπάρχοντα μετρητά είναι λιγότερα από αυτά που αναφέρονται στο λογιστικό βιβλίο του ταμείου. ~ δημόσιου τομέα, όταν οι εισπράξεις είναι μικρότερες από τις δαπάνες. ~ ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, όταν οι πληρωμές σε συνάλλαγμα είναι μεγαλύτερες από τις συναλλαγματικές εισπράξεις.

[λόγ. < αρχ. ἔλλειμμα `ελάττωμα΄ σημδ. ιταλ. manco ή μέσω του γερμ. Manko]

ελλειμματικός -ή -ό [elimatikós] Ε1 : (οικον.) για λογιστικό λογαριασμό που έχει, που παρουσιάζει έλλειμμα. ANT πλεονασματικός: ~ προϋπολογισμός. Ο ~ δημόσιος τομέας. Ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.

[λόγ. ελλειμματ- (έλλειμμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες