Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έλικα η [élika] Ο28 : 1.(γεωμ.) η καμπύλη γραμμή που γράφεται από ένα σημείο το οποίο κινείται, ισοταχώς και σε ευθεία γραμμή, επάνω στην επιφάνεια κυλίνδρου ο οποίος περιστρέφεται επίσης ισοταχώς· (πρβ. σπείρα). 2. για πράγμα με σχήμα όμοιο ακριβώς ή περίπου προς τη γεωμετρική έλικα. α. (βοτ.) όργανο των αναρριχητικών φυτών, που τυλίγεται γύρω από τα στηρίγματά τους για να υποβοηθήσει την αναρρίχησή τους. β. (ανατ.) οι έλικες του εγκεφάλου, οι ελικοειδείς εξοχές στην επιφάνειά του, που χωρίζονται από τους αύλακες. γ. (αρχιτ.) έλικες κιονοκράνου. 3. ο έλικας1.
[λόγ.: 2: αρχ. ἕλιξ ἡ, αιτ. -ικα· 1: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. hélice (στη νέα σημ.) < λατ. helix < αρχ. ἕλιξ]
- έλικας ο [élikas] Ο5 : 1.προωθητικό όργανο (θαλάσσιου ή εναέριου μεταφορικού μέσου), που αποτελείται από πτερύγια τα οποία αποτελούν ίσα μέρη της ίδιας ελικοειδούς επιφάνειας και είναι προσαρμοσμένα σε περιστρεφόμενο άξονα: ~ μηχανοκίνητης βάρκας / πλοίου κτλ., προπέλα. ~ αεροπλάνου / ελικοπτέρου. 2. (σπάν.) η έλικα (στις σημ. 1, 2).
[λόγ. < αρχ. ἕλιξ ἡ, αιτ. -ικα, μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. (δες έλικα)]