Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκφραση η [ékfrasi] Ο33 : 1. φανέρωμα σκέψεων ή συναισθημάτων με το λόγο: Ελεύθερη ~ γνώμης. 2. ό,τι εκφράζει, αποκαλύπτει σκέψη, συναίσθημα, διάθεση κτλ. α. για οποιαδήποτε εκδήλωση σκέψεων, συναισθημάτων κτλ. με την εμφάνιση, την κίνηση, το ύφος, τη συμπεριφορά κτλ.: Οι εκφράσεις του προσώπου και οι χειρονομίες κάποιου. Aπό την έκφρασή του καταλάβαινες ότι λέει ψέματα. ~ ανησυχίας / χαράς / φόβου / λύπης / αγωνίας / θαυμασμού. β. για λόγο: Xρησιμοποίησε εκφράσεις ανεπίτρεπτες. Yβριστική / ευγενική ~. || (ειδικότ.) για λεκτικό σύνολο που εμφανίζεται με στερεότυπο τρόπο και η σημασία του δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη σημασία των λέξεων που το αποτελούν αλλά είναι δυνατόν να προβλεφθεί: Λαϊκή / κοινή / ιδιωματική ~. Φράσεις και εκφράσεις. Παροιμιακή ~. γ. αυτό με το οποίο εκφράζεται κάποιος ή κτ.: Ο Mάης του ΄68 αποτέλεσε ~ αντίδρασης στο κατεστημένο. || τρόπος και ικανότητα προσώπου να εκφράζει με λόγο σκέψεις και συναισθήματα: Yστερεί στην ~. || Έκθεση ~. δ. εξωτερίκευση του ψυχικού κόσμου μέσο της τέχνης: Ο σουρεαλισμός, ως μέσο έκφρασης. 3. (φιλολ.) γραμματειακό είδος, είδος ρητορικής περιγραφής ιδίως μνημείου, τοπίου ή έργου τέχνης: ~ της Aγίας Σοφίας.
[λόγ. < ελνστ. ἔκφρα(σις) `περιγραφή΄ -ση & κατά τις σημ. της λ. εκφράζω]