Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκσταση η [ékstasi] Ο33 : 1.(φιλοσ.) η κατάσταση κατά την οποία το πνεύμα αποχωρίζεται πλήρως από τον κόσμο των αισθήσεων και έτσι επικοινωνεί άμεσα και ταυτίζεται με το Θεό: Οι μυστικιστές ισχυρίζονται ότι τη στιγμή της έκστασης, όταν εκμηδενίζεται και θανατώνεται η ψυχή, ταυτίζονται με την άπειρη ουσία του σύμπαντος. 2. η παθητική κατάσταση στην οποία περιέρχεται το πνεύμα, όταν απορροφάται πλήρως από μια μόνο ισχυρή εντύπωση (θαυμασμού, κατάπληξης κτλ.) ή μια μόνο σκέψη: Πέφτω σε ~. Θρησκευτική ~. Bυθίστηκε σε μια μελαγχολική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἔκστα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ταραχή της σκέψης΄ & σημδ. γαλλ. extase < υστλατ. extasis < ελνστ. ἔκστασις]
- έκσταση το [ékstasi] Ο (άκλ.) : είδος σκληρού ναρκωτικού.
[λόγ. < αγγλ. ecstasy (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἔκστασις]