Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκλυση η [éklisi] Ο33 : I.(φυσ.) απελευθέρωση, αποδέσμευση ενέργειας ή ύλης από κάπου και διάχυσή της στο περιβάλλον: ~ αερίων / θερμότητας. ~ ενέργειας / ραδιενέργειας. II. (λόγ.) ~ ηθών, εκτροπή από τα χρηστά ήθη, ηθική διαφθορά, κατάπτωση, εξαχρείωση ηθών, που αφορά κυρίως τη σεξουαλική συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. ἔκλυ(σις) `απαλλαγή, αδυναμία΄ -ση κατά τη σημ. του έκλυτος & σημδ. γαλλ. relâchement]