Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκκριση η [ékrisi] Ο33 : (φυσιολ.) α. λειτουργία των ζωικών οργανισμών κατά την οποία ειδικές ουσίες παράγονται από ορισμένους ιστούς και διοχετεύονται, είτε προς μία κοιλότητα είτε προς τα έξω (έξω έκκριση) μέσο εκφορητικών πόρων είτε στο αίμα (έσω έκκριση): H ~ σάλιου από τους σιελογόνους αδένες / χολής από το ήπαρ / γαστρικού υγρού / ορμονών. β. ανάλογη λειτουργία στα φυτά: ~ ρητίνης. γ. (πληθ.) η ουσία η οποία εκκρίνεται· τα εκκρίματα ορισμένου οργάνου (π.χ. σάλιο, ιδρώτας, ορμόνες, λευκώματα κτλ.): Οι εκκρίσεις του στομάχου.
[λόγ. < αρχ. ἔκκρι(σις) -ση]