Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκβαση η [ékvasi] Ο33 : το πώς τελειώνει ή το πού καταλήγει μια υπόθεση, διαδικασία· (πρβ. τέλος, πέρας, αποτέλεσμα): H ~ μιας δίκης / μιας μάχης / ενός αγώνα. H ~ των προσπαθειών / των διαπραγματεύσεων. Tελική / ευνοϊκή / αίσια / επιτυχής ~.
[λόγ. < ελνστ. ἔκβα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `έξοδος από πλοίο΄]