Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έγκλειστος -η -ο [éŋglistos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που τον έχουν κλείσει, περιορίσει μέσα σε κλειστό χώρο, συνήθ. για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους. || (ως ουσ.): Οι έγκλειστοι μιας φυλακής, οι φυλακισμένοι, οι κρατούμενοι σ΄ αυτήν. Οι έγκλειστοι ενός φρενοκομείου, οι τρόφιμοί του. β. (για πργ.) που είναι κλεισμένος μέσα σε στενό χώρο. || (στην οδοντιατρική) για δόντι του οποίου η ανάπτυξη εμποδίζεται από παρακείμενα δόντια ή από το οστό της γνάθου: ~ φρονιμίτης. γ. (σπάν., για πργ.) εσώκλειστος.
[λόγ. < ελνστ. ἔγκλειστος `κλεισμένος μέσα΄]