Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έβενος ο [évenos] Ο20α : είδος ξύλου από ορισμένο είδος τροπικού δέντρου, πολύ σκληρό και στιλπνό και με βαθύ σκούρο χρώμα, από το οποίο κατασκευάζονται πολυτελή έπιπλα, μουσικά όργανα κτλ.: ~ Bραζιλίας / Mαδαγασκάρης.
[λόγ. < ελνστ. ἔβενος ὁ (αρχ. ἔβενος ἡ)]